hennissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʔɛ.nis.mɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hennissement | hennissements |
hennissement (fr) αρσενικό
- το χλιμίντρισμα