hermétique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛʁ.me.tik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hermétique hermétiques

hermétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]