hervorbringend
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /hɛɐ̯ˈfoːɐ̯ˌbʀɪŋənt/
- ⓘ
Μετοχή[επεξεργασία]
hervorbringend (de)
- μετοχή ενεστώτα του ρήματος hervorbringen: παράγοντας κάτι, βγάζοντας