Μετάβαση στο περιεχόμενο

hexagon

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
hexagon hexagons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hexagon (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hexagon (ro) ουδέτερο