hirsute

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iʁ.syt/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hirsute hirsutes

hirsute (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]