hodométrique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔ.dɔ.me.tʁik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hodométrique hodométriques

hodométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό