hodométrique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɔ.dɔ.me.tʁik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hodométrique | hodométriques |
hodométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό