hold one's ground
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]- (ιδιωματισμός) άλλη μορφή του stand one's ground
- ↪ Our soldiers held their ground gallantly.
- Οι στρατιώτες μας αμύνθηκαν γενναία.
- ↪ Our soldiers held their ground gallantly.