homéopathique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɔ.me.ɔ.pa.tik/
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
homéopathique | homéopathiques |
homéopathique (fr) αρσενικό ή θηλυκό