Μετάβαση στο περιεχόμενο

homologue

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔ.mɔ.lɔɡ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
homologue homologues

homologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ομόλογος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
homologue homologues

homologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ομόλογος