homotypique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɔ.mɔ.ti.pik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
homotypique | homotypiques |
homotypique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
homotypique | homotypiques |
homotypique (fr) αρσενικό ή θηλυκό