hormonothérapie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔʁ.mɔ.nɔ.te.ʁa.pi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hormonothérapie hormonothérapies

hormonothérapie (fr) θηλυκό