huissier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɥi.sje/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
huissier huissiers

huissier (fr) αρσενικό