humecteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /y.mɛk.tœːʁ/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
humecteur | humecteurs |
humecteur (fr) αρσενικό
- υγραντική συσκευή (για υφάσματα, χαρτί...)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη humecter