Μετάβαση στο περιεχόμενο

hump

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
hump humps

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hump (en)

  • το κύρτωμα, μεγάλη μάζα που προεξέχει πάνω από την επιφάνεια κάποιου πράγματος, ειδικά από το έδαφος
      a hump in the ground - κύρτωμα του εδάφους
      speed humps - κυρτώματα οδοστρώματος

Παράγωγα

[επεξεργασία]