hydrocèle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.dʁɔ.sɛl/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hydrocèle hydrocèles

hydrocèle (fr) θηλυκό