hydrocèle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hydrocèle | hydrocèles |
hydrocèle (fr) θηλυκό
- η υδροκήλη
ενικός | πληθυντικός |
hydrocèle | hydrocèles |
hydrocèle (fr) θηλυκό