Μετάβαση στο περιεχόμενο

hyphenate

Από Βικιλεξικό

hyphenate (en)

  1. κόβω μια λέξη στο τέλος μιας γραμμής και τη συνεχίζω στην επόμενη, βάζοντας ενωτικό (παύλα) και τηρώντας τους κανόνες συλλαβισμού
  2. ενώνω δυο λέξεις ή συλλαβές με ενωτικό (παύλα)