hyphenate
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
hyphenate (en)
- κόβω μια λέξη στο τέλος μιας γραμμής και τη συνεχίζω στην επόμενη, βάζοντας ενωτικό (παύλα) και τηρώντας τους κανόνες συλλαβισμού
- ενώνω δυο λέξεις ή συλλαβές με ενωτικό (παύλα)