hypsométrique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
hypsométrique hypsométriques

Επίθετο[επεξεργασία]

hypsométrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. υψομετρικός, που αντιστοιχεί στο υψόμετρο
    teintes hypsométriques d'une carte - υψομετρικά χρώματα ενός χάρτη (τα χρώματα που αναλογούν στο υψόμετρο ενός τόπου)