υψόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υψόμετρο | τα | υψόμετρα |
γενική | του | υψόμετρου & υψομέτρου |
των | υψόμετρων & υψομέτρων |
αιτιατική | το | υψόμετρο | τα | υψόμετρα |
κλητική | υψόμετρο | υψόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υψόμετρο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑψόμετρον < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hypsomètre < αρχαία ελληνική ὕψος + μέτρον (-μετρο) [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /iˈpso.me.tɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐ψό‐με‐τρο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υψόμετρο ουδέτερο
- αριθμός που δείχνει την απόσταση που έχει κάποιο σημείο από την νοητή επιφάνεια της θάλασσας, αν τραβήξουμε απ’ αυτή μια κατακόρυφη ευθεία μέχρι το σημείο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- υψομετρία
- υψομετρικά, υψομετρικώς (επιρρήματα)
- υψομετρικός
- → δείτε τις λέξεις ύψος και μέτρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υψόμετρο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ υψόμετρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μετρο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)