icebreaker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

icebreaker (en)

  1. παγοθραυστικό
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε διευκολύνει την επικοινωνία και ελαττώνει την αμηχανία μεταξύ των ανθρώπων ή των ζώων