παγοθραυστικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παγοθραυστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παγοθραυστικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παγοθραυστικό ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παγοθραυστικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]παγοθραυστικό
- αιτιατική ενικού του παγοθραυστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του παγοθραυστικός