idiolect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
idiolect (en)
- η ιδιόλεκτος, το ιδιόλεκτο
idiolect (en)