illimité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | illimité | illimités |
θηλυκό | illimitée | illimitées |
illimité (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | illimité | illimités |
θηλυκό | illimitée | illimitées |
illimité (fr)