imagery
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η εικόνα, η γλώσσα που παράγει εικόνες στο μυαλό των ανθρώπων που διαβάζουν ή ακούνε
- ⮡ Imagery gives life and color to speech.
- Η εικόνα δίνει ζωή και χρώμα στο λόγο.
- ⮡ a poem rich in imagery - ποίημα πλούσιο σε εικόνες
- ⮡ Imagery gives life and color to speech.
- (επίσημο) η απεικόνιση, οι φωτογραφίες
- ⮡ The satellite imagery of the planet gives us a lot of information.
- Η απεικόνιση του πλανήτη από δορυφόρο μας δίνει πολλές πληροφορίες.
- ⮡ The satellite imagery of the planet gives us a lot of information.