imagery

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
imagery < image + -ry

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

imagery (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η εικόνα, η γλώσσα που παράγει εικόνες στο μυαλό των ανθρώπων που διαβάζουν ή ακούνε
    Imagery gives life and color to speech.
    Η εικόνα δίνει ζωή και χρώμα στο λόγο.
    a poem rich in imagery - ποίημα πλούσιο σε εικόνες
  2. (επίσημο) η απεικόνιση, οι φωτογραφίες
    The satellite imagery of the planet gives us a lot of information.
    Η απεικόνιση του πλανήτη από δορυφόρο μας δίνει πολλές πληροφορίες.