imaginative
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]imaginative (en)
- ευφάνταστος, επινοητικός, αυτός που έχει ζωηρή ή δημιουργική φαντασία
- φανταστικός, ψευδής
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
imaginative | imaginatives |
imaginative (fr)
- θηλυκό του imaginatif