imaginative

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

imaginative (en)

  1. ευφάνταστος, επινοητικός, αυτός που έχει ζωηρή ή δημιουργική φαντασία
  2. φανταστικός, ψευδής

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
imaginative imaginatives

imaginative (fr)

  1. θηλυκό του imaginatif