imperdable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.pɛʁ.dabl/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
imperdable | imperdables |
imperdable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που δεν μπορεί να χαθεί