imploro

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

imploro < in + ploro

Ρήμα[επεξεργασία]

imploro

  1. ικετεύω, παρακαλώ
  2. εκλιπαρώ
  3. κάνω έκκληση
  4. προσεύχομαι

Κλίση[επεξεργασία]