imprimante
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
imprimante | imprimantes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]imprimante (fr) θηλυκό
- (πληροφορική) ο εκτυπωτής
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη imprimer