Μετάβαση στο περιεχόμενο

improvisation

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

improvisation (en)



      ενικός         πληθυντικός  
improvisation improvisations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

improvisation (fr) θηλυκό