in bloom
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
in bloom (en)
- (ιδιωματισμός) ανθισμένα
- ↪ The branches of the tree are in bloom.
- Τα κλαδιά των δέντρων είναι ανθισμένα.
- ↪ The branches of the tree are in bloom.