ανθισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανθισμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή[επεξεργασία]
ανθισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ανθίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθισμένος
|