fleuri
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fleuri | fleuris |
θηλυκό | fleurie | fleuries |
fleuri (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fleuri | fleuris |
θηλυκό | fleurie | fleuries |
fleuri (fr)