Μετάβαση στο περιεχόμενο

in general

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
in general <  δείτε τη λέξη in general

Έκφραση

[επεξεργασία]

in general (en)

  • γενικά, εν γένει
      In general, I get up early.
    Γενικά σηκώνομαι νωρίς.
      His health is good in general.
    Η υγεία του είναι γενικά καλή.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη generally