in on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
in on (en)
- γνώστης μυστικού σχεδίου, εμπλεκόμενος
- I am in on the preparation of a surprise birthday party for her
- είμαι κι εγώ «μέσα» (συμμετέχω) στην προετοιμασία ενός πάρτι-έκπληξης για κείνην
- I am in on the preparation of a surprise birthday party for her
- ενασχολούμενος, ασχολούμενος, εμπλεκόμενος