in on

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

in on (en)

  1. γνώστης μυστικού σχεδίου, εμπλεκόμενος
    I am in on the preparation of a surprise birthday party for her
    είμαι κι εγώ «μέσα» (συμμετέχω) στην προετοιμασία ενός πάρτι-έκπληξης για κείνην
  2. ενασχολούμενος, ασχολούμενος, εμπλεκόμενος