in session
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]in session (en)
- συνεδριάζω
- ⮡ The courts are not in session on Saturday.
- Τα δικαστήρια δεν συνεδριάζουν το Σάββατο.
- ⮡ The courts are not in session on Saturday.
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 845. ISBN 9780194325684., λήμμα: συνεδριάζω