in touch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

in touch < → δείτε τις λέξεις in και touch

Έκφραση[επεξεργασία]

in touch (en)

  • (ιδιωματισμός) ενημερωμένος, ξέρω τι συμβαίνει σε ένα συγκεκριμένο θέμα ή τομέα
    I’m not in touch with politics in Greece./I don’t keep in touch with politics in Greece.
    Δεν είμαι ενημερωμένος στα πολιτικά της Ελλάδας.

Πηγές[επεξεργασία]