incarcerate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɪnˈkɑːsəreɪt/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ɪnˈkɑɹ.səˌɹeɪt/ (ΗΠΑ)
Ρήμα[επεξεργασία]
incarcerate (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- incarcerate - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- incarcerate - Oxford Learner's Dictionaries