Μετάβαση στο περιεχόμενο

incinération

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
incinération < δημώδης λατινική incineratio

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
incinération incinérations

incinération (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]