incinérer
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- incinérer < λατινική incinerare < cinis (στάχτη, τέφρα)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɛ̃.si.ne.ʁe/
Ρήμα
[επεξεργασία]incinérer (fr)
incinérer (fr)