incumbent
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]incumbent (en)
- ο ηθικά δεσμευτικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]incumbent (en)
- ο κάτοχος (μιας θέσης στη δημόσια διοίκηση)
- ο επωφελούμενος από κάτι
incumbent (en)
incumbent (en)