indemnity
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]indemnity (en)
- ασφάλιση, η υποχρέωση κάποιου να πληρώσει για απώλεια ή φθορά τρίτου
- αποζημίωση για φθορά ή απώλεια, επανόρθωση
- ασυλία για κρατικούς λειτουργούς
- νομική προστασία αποποίησης ευθύνης, νομική κάλυψη ευθύνης