indirectly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
indirectly (en) (χωρίς παραθετικά)
- έμμεσα, με έμμεσο τρόπο
- ↪ Man recognizes the environment directly with the senses and indirectly with the mind.
- Ο άνθρωπος γνωρίζει το περιβάλλον άμεσα με τις αισθήσεις και έμμεσα με το νου.
- ↪ Man recognizes the environment directly with the senses and indirectly with the mind.