indisert
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | indisert | indiserts |
θηλυκό | indiserte | indisertes |
Επίθετο[επεξεργασία]
indisert (fr)
- που δεν έχει ευφράδεια
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | indisert | indiserts |
θηλυκό | indiserte | indisertes |
indisert (fr)