indissolubite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- indissolubite παράγωγο του < dissolvere
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
indissolubite | indissolubiti |
indissolubite (it)
- αυτός που δεν διαλύεται, ο αδιάλυτος
- αυτός που δεν σπάει, ο αδιάσπαστος