indissolubite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

indissolubite παράγωγο του < dissolvere

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
indissolubite indissolubiti

indissolubite (it)

  1. αυτός που δεν διαλύεται, ο αδιάλυτος
  2. αυτός που δεν σπάει, ο αδιάσπαστος