individual

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός individual
συγκριτικός more individual
υπερθετικός most individual

individual (en)

  1. ατομικός, ξεχωριστός, επί μέρους, που θεωρείται ξεχωριστά παρά ως μέρος μιας ομάδας
    ⮡  Don’t be sidetracked into discussing individual cases.
    Μην αποσπάστε συζητώντας ατομικές περιπτώσεις.
    ⮡  The individual members of the team must all be motivated to contribute.
    Τα ατομικά μέλη της ομάδας πρέπει να είναι όλα παρακινημένα να συνεισφέρουν.
    ⮡  The house consists of two individual apartments.
    Το σπίτι αποτελείται από δύο ξεχωριστά διαμερίσματα.
    ⮡  Each person has their own individual needs.
    Το κάθε άτομο έχει τις δικές του ξεχωριστές ανάγκες.
    ⮡  Each individual piece of the puzzle has its own place.
    Κάθε ξεχωριστό κομμάτι του παζλ έχει τη δική του θέση.
    ⮡  We will examine the individual problems one by one.
    Θα εξετάσουμε τα επί μέρους προβλήματα ένα ένα.
  2. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ατομικός, ξεχωριστός, που αφορά ένα άτομο αντί για ομάδα ανθρώπων
    ⮡  individual liberties - ατομικές ελευθερίες
    ⮡  individual portions - ατομικές μερίδες
    ⮡  All the students received individual assignments.
    Όλοι οι μαθητές έλαβαν ξεχωριστές εργασίες.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
individual individuals

individual (en)

  1. το άτομο, ο άνθρωπος ως μονάδα σε αντιδιαστολή προς το σύνολο
    ⮡  the rights of the individual - τα δικαιώματα του ατόμου
    ⮡  The ideal of democracy is freedom and the advancement of the individual.
    Το ιδεώδες της δημοκρατίας είναι η ελευθερία και η ανάδειξη του ατόμου.
  2. το άτομο, για οποιοδήποτε βιολογικό οργανισμό σε αντιδιαστολή προς το είδος
    ⮡  In every swarm of bees, there is only one female individual that is fully formed, the queen.
    Σε κάθε σμήνος μελισσών υπάρχει ένα μόνο θηλυκό άτομο με πλήρη κατασκευή, η βασίλισσα.
  3. (ανεπίσημο) το άτομο, ο άνθρωπος, το πρόσωπο
    ⮡  a suspicious individual - ύποπτο άτομο
    ⮡  What a cunning individual!
    Τι πανούργος άνθρωπος!
    ⮡  He is a respectable individual.
    Είναι αξιοσέβαστο πρόσωπο.