indologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
indologique | indologiques |
Επίθετο[επεξεργασία]
indologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με την μελέτη των γλωσσών και του πολιτισμού της Ινδίας