infécondité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
infécondité | infécondités |
infécondité (fr) θηλυκό
- το άγονο, στειρότητα
ενικός | πληθυντικός |
infécondité | infécondités |
infécondité (fr) θηλυκό