Μετάβαση στο περιεχόμενο

infection

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

infection (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
infection infections

infection (fr) θηλυκό