infiorate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
infiorate infiorates

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

infiorate (en)

  1. ο ανθοτάπητας
  2. η πεταλογραφία

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]