infiorate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
infiorate | infiorates |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
infiorate (en)
ενικός | πληθυντικός |
infiorate | infiorates |
infiorate (en)