inflation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]inflation (en)
- το φούσκωμα (πχ ενός μπαλονιού)
- (οικονομία) ο πληθωρισμός
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]inflation (fr)
- (οικονομία) o πληθωρισμός
Ιντερλίνγκουα (ia)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]inflation (ia)
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]inflation (sv)