inhalation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

inhalation (en)

  1. η εισπνοή



      ενικός         πληθυντικός  
inhalation inhalations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

inhalation (fr) θηλυκό

  1. η εισπνοή

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη inhaler